διάσχιστος

διάσχιστος
-η, -ο (Μ διάσχιστος, -ον)
ο σχισμένος σ' όλο το μήκος του, γεμάτος ρωγμές («διάσχιστος χιτώνας ή βράχος»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”